νέφωσις

νέφωσις
νέφ-ωσις, εως, , ([etym.] νεφόομαι)
A overclouding, Ph.1.27, Hld.9.9 codd. (pl.), Al.Jb.3.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νέφωσις — overclouding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώσει — νέφωσις overclouding fem nom/voc/acc dual (attic epic) νεφώσεϊ , νέφωσις overclouding fem dat sg (epic) νέφωσις overclouding fem dat sg (attic ionic) νεφόομαι to be clouded over fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώσεις — νέφωσις overclouding fem nom/voc pl (attic epic) νέφωσις overclouding fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώσεσι — νέφωσις overclouding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώσιας — νέφωσις overclouding fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέφωσιν — νέφωσις overclouding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέφωση — η (Α νέφωσις) (νεφούμαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νεφώνομαι, η κάλυψη, επισκίαση τού ουρανού με σύννεφα νεοελλ. (μετεωρ.) το τμήμα τής επιφάνειας τού ουρανού το οποίο καλύπτεται από σύννεφα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • νεφώσεων — νεφώσεω̆ν , νέφωσις overclouding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώσεως — νεφώσεω̆ς , νέφωσις overclouding fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”